- υπείπον
- Α1. λέω ή επαναλαμβάνω κάτι πριν από κάποιον άλλον («ἐγὼ δ' ὑπερῶ τὸν ὅρκον», Αριστοφ.)2. λέω ως πρόλογο («παισὶν δ' ὑπεῑπον τοῑσδε τοὺς αὐτοὺς λόγους», Ευρ.)3. λέω κάτι επί πλέον, προσθέτω κάτι («ὑπειπούσης... ὅτι ἐς ἑσπέραν ἥξοιμι», Αριστοφ.)4. προτείνω μια εξήγηση ή υποδηλώνω, ερμηνεύω («ὥστ'... ἄν... ὑπεῑποις», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + εἶπον. Το ρ. αποτελεί ελλιπή αόρ. χωρίς ενεστώτα, αντί τού οποίου χρησιμοποιείται ο ενεστ. τού ρ. ὑπαγορεύω].
Dictionary of Greek. 2013.